- εμβατήριο
- Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, έπρεπε να κινούνται ομαδικά με τον ρυθμό της μουσικής. Το στοιχείο αυτό συναντάται ακόμα και στη μεσαιωνική περίοδο. Ωστόσο, το ε. άρχισε να λαμβάνει συγκεκριμένη μουσική φόρμα από τον Τριακονταετή πόλεμο (1618-48) και μετά. Ο Τζοβάνι Μπατίστα Λούλι έγραψε ε. για τις στρατιωτικές μπάντες του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το είδος εισήγαγαν και στο μουσικό θέατρο ο Χέντελ και ο Ραμό, καθώς και πολλοί άλλοι μουσουργοί. Στην οργανική μουσική το χρησιμοποίησαν ο Κουπερέν, ο Χάιντν και ο Μότσαρτ, ενώ ο Μπετόβεν και ο Σούμπερτ έγραψαν ε. σε φόρμα μινουέτου, με ενδιάμεσο μελωδικό τρίο. Τυπικό στη συνολική μουσική παραγωγή του Προκόφιεφ είναι το ε. με γκροτέσκο χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα εκείνο της όπερας Ο έρωτας των τριών πορτοκαλιών. Τέλος, το ε., ανάλογα με τις περιστάσεις για τις οποίες προορίζεται, διακρίνεται σε πένθιμο, γαμήλιο, θρησκευτικό, στρατιωτικό κλπ.
* * *το (AM ἐμβατήριος, -ον)το ουδ. ως ουσ. το εμβατήριο(ν)τραγούδι ή μουσικό κομμάτι που ρυθμίζει το βήμα στρατιωτών ή συντεταγμένων ομάδωναρχ.1. αυτός που αναφέρεται στο βάδισμα, είναι κατάλληλος για βάδιση2. είδος αυλήματος3. αυτός που γίνεται κατά την επιβίβαση σε πλοίο4. (για θεό) αυτός που προστατεύει τον πλου5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἐμβατήρια (ενν. ιερά)θυσίες που γίνονταν κατά την επιβίβαση σε πλοίο για να πετύχουν την εύνοια τών θεών.
Dictionary of Greek. 2013.